υπεργίγας

υπεργίγας
ο, Ν
αστρον. τύπος αστέρα εξαιρετικά μεγάλης λαμπρότητας και πολύ μεγάλου, σχετικά, μεγέθους, τυπικά κατά πολλά μεγέθη λαμπρότερος από τους γίγαντες αστέρες και αρκετές φορές μεγαλύτερης διαμέτρου από αυτούς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. supergiant < super- (πρβλ. υπερ-*) + giant (< γίγας)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρθένος — (Αστρον.). Αστερισμός του ζωδιακού κύκλου, στον οποίο ο Ήλιος παραμένει από τις 24 Αυγούστου μέχρι τις 22 Σεπτεμβρίου, ενώ ακόμα βρίσκεται στο ζώδιο του Ζυγού. Ο αστερισμός της Π. επεκτείνεται και προς τις δύο πλευρές του ουράνιου ισημερινού. Στο …   Dictionary of Greek

  • καινοφανής αστέρας (nova) — (Αστρον.). Αστέρας, ο οποίος παρουσιάζει απρόοπτα ταχύτατη και έντονη αύξηση της λαμπρότητάς του, για να επανέλθει ύστερα σιγά σιγά στην αρχική του κατάσταση. Η λαμπρότητα των κ.α. είναι από 5.000 έως 100.000 φορές μεγαλύτερη από την αρχική τους …   Dictionary of Greek

  • Κάνωβος — I Αρχαία πόλη της Αιγύπτου. Βλ. λ. Κάνωπος ή Κάνωβος. II (Αστρον.). Ο υπεργίγας αστέρας α του αστερισμού της Τρόπιδας. Η ονομασία αυτή του δόθηκε από τον Ίππαρχο. Ο Ερατοσθένης και ο Πτολεμαίος τον ονόμαζαν Κάνωπο. Είναι ο δεύτερος κατά σειρά… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”